ἀτιμότατα

ἀτιμότατα
ἀτῑμότατα , ἄτιμος
unhonoured
adverbial superl
ἀτῑμότατα , ἄτιμος
unhonoured
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀτιμοτάτᾳ — ἀτῑμοτάτᾱͅ , ἄτιμος unhonoured fem dat superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοποιώ — έω, Α [σκηνοποιός (Ι)] 1. κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα 2. κάνω κάτι ορατό, ευδιάκριτο, πασιφανές («οὐ χρυσὸς ἐκείνην ἐκόσμησε τέχνῃ πονηθεὶς... οὐ... βοστρύχων ἕλικες καὶ σοφίσματα σκηνοποιούντων τὴν τιμίαν κεφαλὴν ἀτιμότατα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”